-
1 πλανάω
πλᾰν-άω, [tense] fut. - ήσω LXX 4 Ki.4.28, etc.:—[voice] Pass. and [voice] Med., [tense] fut. - ήσομαι Pl.Hp.Mi. 376c, Luc.Peregr.16, - ηθήσομαι D.H.Dem.9, Luc. VH2.27: [tense] aor.A , Th.5.4, etc.: [tense] pf.πεπλάνημαι A.Pr. 565
(anap.), Hdt.7.16.β', Pl.Plt. 264c, etc.: ([etym.] πλάνη):—Prose verb, = πλάζω (used once in Hom., also by Trag., Pi. (v. infr.), and Sapph. Supp.10.15), cause to wander, A.Pr. 572 (lyr.), Hdt.4.128.3 lead astray, mislead, deceive, ἢ γνώμη πλανᾷ; S.OC 316, cf. Pl.Prt. 356d, Lg. 655c, Theognet. 2.2, Men.Pk.79 ;τὸν ὄχλον Ev.Jo.7.12
;τὸ ἀόριστον πλανᾷ Arist.Rh. 1415a14
;τὰ μὴ πλανῶντα Id.Mete. 347b35
; πλανῶν τὴν ἔξοδον, of the Labyrinth, Apollod.3.1.4.II [voice] Pass., wander, stray,ἵπποι πλανόωνται ἀνὰ δρόμον Il.23.321
;ὅποι γῆς.. πεπλάνημαι A.Pr. 565
(anap.);π. εἰς πόλεις Lys.12.97
;κατὰ τὴν χώραν Isoc.6.76
;περὶ τὰ πεδία Pl.Plt. 264c
: abs., S.OC 347, etc.; of the planets, Pl.Lg. 822a, Arist.Mete. 346a2, etc.: metaph.,νοῦς ἐν αὑτῷ ὁ ἀληθινὸς πέφυκε πλανᾶσθαι Plot.6.7.13
; of reports, travel abroad, πολλὰ.. ἐμπόρων ἔπη φιλεῖ π. S.OC 304.b c.acc.loci, πλανηθεὶς τήνδε βάρβαρον χθόνα having wandered over it, E.Hel. 598 ;πᾶσαν γῆν Plu.Luc.34
: c.acc. cogn., πολλοὺς ἑλιγμοὺς πλανώμενοι wandering about as in a labyrinth, X.Cyr.1.3.4.3 c. gen., πλαναθεὶς καιροῦ having missed the right moment, Pi.N.8.4.4 do a thing irregularly or with variation, Hdt.6.52; ἐνύπνια τὰ ἐς ἀνθρώπους πεπλανημένα the varying dreams that visit them, Id.7.16.β' ; πλανωμένη πρὸς ἄλλοτ' ἄλλον πημονὴ προσιζάνει A.Pr. 277
; πεπλανημένον τρόπον irregularly, Hp.Prog.24 ; to be unsettled,τὰ τῆς ἐλευθερίας ἔτι πλανώμενα καταστήματα IG42(1).81.13
(Epid., i A.D.).5 to be in doubt or at a loss,π. τὸ θέλει τὸ ἔπος εἶπαι Hdt.6.37
: more freq. abs., A.Pr. 473, etc.;π. καὶ ἀπορῶ Pl.Hp. Ma.304c
;ἡ ψυχὴ π. καὶ ταράττεται Id.Phd. 79c
; π. τῇ διανοίᾳ, ταῖς διανοίαις, Isoc.15.52, Ep.6.10 ;πεπλανημένην ἔχειν τὴν διάνοιαν Id.15.265
;πλανωμένων θεραπεία παθῶν Diog.Oen.27
.6 in forensic Rhet., χρώματα πεπλανημένα, μετάθεσις πεπ., of alternative pleas, Hermog. Stat.3. -
2 περιγράφω
A draw a line round, ; π. κύκλον draw a circle round, Id.7.60 ;π. ὅσον ἐναριστᾶν κύκλον Eup.250
;ἡ ταῦτα τὰ πεδία περιγράφουσα γραμμή Plb.2.14.8
: abs., describe a circle, Ar. Pax 879.b Geom., circumscribe,περὶ κύκλον τρίγωνον Euc.4.3
,5, cf. Archim.Sph.Cyl.1.3,al.; τὸ περιγεγραμμένον σχῆμα τῷ τομεῖ ib.40.2 define, determine, limit,π. τοῦ ἔτους χρόνον X.Mem. 1.4.12
;π. ὅτι.. ἐγγύτατα τοῦ πράγματος Arist.Rh. 1396b8
;τὴν πολλὴν βρῶσιν Heraclid.
Tar. ap. Ath.2.64e :—[voice] Med.,Arist.Metaph. 1064a2:—[voice] Pass.,περιεγέγραπτο, ὡς ἔοικε,.. μέχρι ὅσου ἡ νίκη ἐδέδοτο αὐτοῖς X.HG7.5.13
; to be bounded, D.S.3.41 ; to be circumscribed, Ti.Locr.97e, Plot.6.4.7, Dam.Pr. 113, etc.: Rhet., αἱ ἔννοιαι.. ἐφ' ἑαυτῶν περιγραφόμεναι being self- contained, Hermog.Id.1.3.3 terminate, conclude,τὴν βίβλον D.S.2.60
, 3.74, etc. ;τὰς ὑποθήκας Plu. 2.14a
;ἀγχόνῃ τὸ ζην Ath.9.388c
:—[voice] Pass., Placit.3.8.2.4 bring to an end, cure a disease, Archig. ap. Gal.8.90, Sor.2.16 ([voice] Pass.), Gal.13.860.II draw in outline, trace or sketch, delineateτοὺς θεούς Phld. Piet.81
:—[voice] Med., σκιὰν περιγράψασθαι draw oneself an outline, Poll.7.129:—[voice] Pass.,περιγεγράφθω ταύτῃ Arist.EN 1098a20
;τὰ δυνατὰ -γραφῆναι Phld.Ir.p.62W.
; περιγεγραμμένους μῦς well-marked muscles, Antyll. ap. Orib.7.7.8.III enclose as it were within brackets, cancel, annul (cf. διαγράφω), Demonic.1.3, Plu.2.334c, PSI1.64.15 ([voice] Pass., i A.D.);τὸ φιλεῖν AP5.67
(Lucill. or Polemo Rex); τὸ πρὸς δόξαν ἢ τρυφὴν ἅπαν π. Epict.Ench.33 ; π. τινὰ ἐκ πολιτείας exclude from civic privileges, Aeschin.3.209 ; τινὰ τοῦ ζῆν Vett. Val. 150.10:— [voice] Pass., Hld.10.20.IV in Law, defraud, in [voice] Pass., PAmh. 2.77.7 (ii A. D.), etc.; also, circumvent,διάταξιν Just.Nov.55
Praef.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιγράφω
-
3 τρέχω
τρέχω, Od.9.386, etc.: [tense] fut. θρέξομαι ([etym.] ἀπο-) Ar.Nu. 1005 (anap.), ([etym.] μετα-) Id. Pax 261, ([etym.] περῖ) Id.Ra. 193; θρέξω only in Lyc.108; butAἀπο-θρέξεις Pl.Com.232
: [tense] aor. 1 ἔθρεξα (v. infr.):—but the usual [tense] fut. and [tense] aor. come from the root δραμ-, viz. , X.An. 7.3.45, etc.; [dialect] Ion.δραμέομαι Hdt.8.102
; late ; butὑπερ-δραμῶ Philetaer.3
(dub. l.); δράμομαι in compd.ἀναδράμεται AP 9.575
(Phil.): [tense] aor. 2 ἔδρᾰμον (v. infr.): [tense] pf. δεδράμηκα [pron. full] [ᾰ] Philem. 38, Men.741, ([etym.] ἀνα-) Hdt.8.55, ([etym.] κατα-) X.HG4.7.6, ([etym.] περι-) Pl.Clit. 410a, ([etym.] συν-) D.17.9: [tense] plpf. ἐδεδραμήκεσαν ([etym.] κατ-) Th.8.92: poet. [tense] pf. δέδρομα ([etym.] ἀνα-, ἐπι-) Od.5.412, 20.357:—[voice] Pass., [tense] pf. δεδράμημαι ([etym.] ἐπι-) X.Oec.15.1.—The Verb is not common in Hom., who has [tense] pres. in Il.23.520, Od.9.386; in Il.18.599, 602, [dialect] Ion. Iterat. θρέξασκον ( ἔθρεξα was also old [dialect] Att., Epigr. ap. Plu.Arist.20, E.IA 1569 (s. v. l., ἔβρεξε Weil), ([etym.] περι-) Ar.Th. 657); but the common [tense] aor. was ἔδραμον, Il. 23.393, Od.23.207, al.—[dialect] Dor. [full] τράχω [pron. full] [ᾰ] Pi.P.8.32, Hsch., EM356.10: [tense] fut.θραξοῦμαι Hsch.
:—run, of men,ἰθὺς δράμε Od.23.207
, etc.;θρέξασκον ἐπισταμένοισι πόδεσσι Il.18.599
;τρέχει Ὅρκος ἅμα.. δίκῃσιν Hes. Op. 219
;ᾤχεο τρέχων Epich.37
, 110 ( τράχων cf. Ahrens);βαδίζειν καὶ τ. Pl.Grg. 468a
; τρέχων, opp. βάδην, X.Cyr.2.2.30;τ. χερσίν, οὐ ποδωκείᾳ σκελῶν A.Eu.37
: of horses, Il.23.393, 520: the part. is freq. added to another Verb, τί οὐ τρέχων σὺ τὰς τραπέζας ἐκφέρεις; why do you not run and carry out.. ? Pl.Com.69.2, cf. Pl.R. 327b; v. infr. 2.2 of things, move quickly,τὸ δὲ [τρύπανον] τ. ἐμμενὲς αἰεί Od.9.386
, cf. Il.14.413;ναῦς παρὰ γῆν ἔδραμεν Thgn.856
;πόλιν.. ἐξ οὐρίων δραμοῦσαν S.Aj. 1083
; τὸ δ' ἐν ποσὶ τράχον ἴτω let what is now before me go trippingly, Pi.P.8.32;ἐπὶ καρδίαν ἔδραμε.. σταγών A.Ag. 1121
(lyr.); having run its course,S.
Aj. 731; πυρετὸς.. ἥκει τρέχων has come quickly, Nicopho 12.3 οἱ τρέχοντες a constellation rising with Libra, Antiochus ap. Teucrum in Boll Sphaera 58.II c. acc. loci, run over,ῥόθια πεδία E.Hel. 1117
(lyr.);ὁ ἵππος τ. καὶ πρανῆ καὶ ὄρεια X.Eq. 8.1
:—in [dialect] Att. Prose θέω seems to be more freq. in the [tense] pres., and in some phrases used exclusively, e.g. θεῖν δρόμῳ, v. θέω (A) 11.1 and cf. Th.3.111, X.An.1.8.18.2 c. acc. cogn., δραμεῖν ἀγῶνα, βῆμα, δίαυλον, δρόμον, run a course, a heat, E.El. 883, 954, Alex.235, Men. 741, etc.; λαμπάδας, i. e. torch-races, IG22.1028.14: freq. metaph., ἀγῶνα δρ. run a risk, E.Alc. 489, cf. IA 1455;ἀγῶνα θανάσιμον δραμούμενον Id.Or. 878
; πολλοὺς ἀγῶνας δραμέονται περὶ σφέων αὐτῶν run for their life or safety, Hdt.8.102;κινδύνων τὸν μέγιστον τ. D.H.4.47
; τὸν ὑπὲρ ψυχῆς ἀγῶνα, κίνδυνον ὑπὲρ τῆς ψυχῆς τ., Id.7.48, 4.4;ἐσχάτην τρέχοντες ταύτην Plb.1.87.3
: sts. the acc. is omitted, περὶ ἑωυτοῦ τρέχων running for his life, Hdt.7.57; περὶ τῆςψυχῆς Id.9.37
;φόνου πέρι E.El. 1264
; περὶ νίκης f.l. in X.An.1.5.8 ( ἐπὶ νίκῃ Rehdantz); cf. θέω (A) 1.2,δρόμος 1.2
, κρέας fin.3 παρὰ ἓν πάλαισμα ἔδραμε νικᾶν he was within one fall or bout of carrying off the victory, Hdt.9.33; cf. παρά c. 111.5,τριάζω 1
. -
4 στεφανόω
στεφᾰν-όω, [voice] Med., Syracusan [ per.] 2sg. imper. στεφάνουσο Sch.Theoc. 11.42:—[voice] Pass., [tense] fut.I used by Hom. and Hes. only in [voice] Pass., to be put round in a circle or as a rim or border, and hence to be put round, ἣν περὶ μὲν πάντῃ Φόβος ἐστεφάνωται round about the aegis is Terror wreathed, Il.5.739; ; ἀμφὶ δέ μιν θυόεν νέφος ἐστεφάνωτο all round about him was a cloud, 15.153; νῆσον, τὴν πέρι πόντος ἐστεφάνωται the sea lies round about the island, Od.10.195: rarely c. acc., τείρεα, τά τ' οὐρανὸς ἐστεφάνωται constellations which heaven has all round it, Il.18.485, cf. Hes. Th. 382, IG42(1).129.9 (Epid.); of a crowd of spectators surrounding a dancing-floor, ; περὶ δ' ὄλβος ἀπείριτος ἐστεφάνωτο around were.. riches in a circle placed, Hes.Sc. 204: so in later [dialect] Ep., A.R.3.1214, Q.S.5.99, Orph.A. 45, etc.: also in [voice] Act., περίτροχον ἐστεφάνωσαν αἱμασιήν made a fence round, Opp.C.4.90.2 to be surrounded, ἐστεφανωμένος τιάραν μυρσίνῃ having his tiara wreathed with myrtle, Hdt.1.132; πεδία ἐστεφάνωται ὄρεσιν are surrounded by.., Hp.Aër.19; ὅπλοισιν πόλις Epigr. ap. Paus.9.15.6;χθὼν ἅτε νῆσος -ωται D.P.4
: so in [voice] Act., [Βαβυλῶνα] τείχεσιν ἐστεφάνωσεν Id.1006
.II after Hom. in [voice] Act., crown, wreathe,χαίταν Pi.O.14.24
; Ὀρέστην ς. E.Or. 924;κρᾶτα κισσίνοις βλαστήμασιν Id.Ba. 177
; στεφάνοις ib. 101 (lyr.); c. gen., ;σ. τινὰ ὡς σωτῆρα And.1.45
;τὸν νικῶντα θαλλῷ Pl.Lg. 946b
;νῖκαι σ. τινά Pi.N.11.21
; of crowning a corpse, Ar.Ec. 538; a tomb, IG12.1037, Sammelb.7457.10 (iii/ii B.C.), Luc.Cont.22, PLips.30.2 (iii A.D.); ships, Plu.2.981e; of the nuptial crown, LXX Ca.3.11; κατηρῶντο τοῖς ἐστεφανωμένοις newly wedded couples, Lib.Or.33.29; στεφανοῦν εὐαγγέλια crown one for good tidings, Ar.Eq. 647; στεφανοῦσα, title of a statue by Praxiteles (v. ), cf. Ath.12.534d:—[voice] Pass., to be crowned or rewarded with a crown, Hdt.7.55, 8.59, PCair.Zen. l.c., 2 Ep.Ti.2.5;ἐλαίᾳ Pi.O.4.13
;ποίᾳ Id.P.8.19
;φυτὸν στεφανούμενος Ach.Tat.1.5
;σ. καὶ ἀνακηρύττεσθαι And.2.18
:—[voice] Med., crown oneself,στεφανωσαμένη δρυῒ καὶ.. σπείραισι δρακόντων S.Fr. 535
(anap.);στεφανοῦσθε κισσῷ E.Ba. 106
(lyr.);στεφανωσάμενος καλάμῳ Ar.Nu. 1006
; στεφανωσάμενος αὐτόν (sc. τὸν στέφανον) Phalar.Ep.40;στεφανοῦνται τῶν ἀνθέων Philostr.Her. 12a
.2;τῆς πίτυος D.Chr.9.10
: also abs., of one going to sacrifice, Th.4.80;τῷ θεῷ X.HG4.3.21
; at a festival, Ar.Ach. 1145, Men.518.15, etc.; win a crown, of the victor at the games, Pi. O.7.15,81, 12.17, N.6.19:—[voice] Pass., c. dupl. acc.,ἐστεφανώθη Ἐλεύθερος.. Ἁδριάνεια πάλην IG22.2087.64
(ii A.D.).2 crown as an honour or reward (cf.στέφανος 11.2b
), D.19.193, Theopomp.Hist. 239, Men.84, IG22.212.30 (iv B.C.), etc.; reward by a gift of money, etc. (cf.στέφανος 11.5
),Καλλισθένην ἑκατὸν μναῖς Lycurg.Fr.19
, cf. D.S.14.53, Plu. Tim.16;σ. τινὰ πεντακοσίοις ἀργυρίου ταλάντοις, χιλίοις δὲ λιβανωτοῦ Plb.13.9.5
: also ἐστεφανωκότος.. τὰς δυνάμεις χρυσῶν μυριάδων τριάκοντα Gauthier et Sottas Décret trilingue en l' honneur de Ptolémée IV p.67 (iii B.C.).3 metaph., confer glory upon, decorate, honour,τινὰ μολπᾷ Pi.O.1.100
; ; ἀπὸ τῶν ὑπαρχόντων τὴν πόλιν (by a victory in the games) And.4.26; , cf. Critias 4 D.;ἔργοις γένος TAM 1.44
([place name] Xanthus); [τὸ ῥόδον] ἐγκωμίῳ Philostr.Ep.51
;ἀριστείοις D.S.4.32
;πανοπλίᾳ Id.20.84
:—[voice] Pass.,σοφίας ἀριστεῖα ἐστεφανοῦτο Philostr.Her.10.4
.5 crown with the badge of office, esp. of persons sacrificing, Lys.26.8:—[voice] Pass., X.An.7.1.40; of magistrates in office,ὁ ἐστεφανωμένος ἄρχων D.21.17
;βούλεται -ωθῆναι ἐξηγητείαν PRyl.77.37
(ii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στεφανόω
-
5 ἐξαρτάω
A hang upon,τι ἔκ τινος Plb.18.18.4
;ἀπό τινος Arr.An. 2.19.2
; : metaph., make dependent upon,ἐπαίνων ἐ. τὴν δόξαν Plu.Arat.1
;πρᾶξιν τῆς προδοσίας Id.Fab.22
;τὴν ποίησιν μέθης Ath.10.429b
, cf. Plot.6.7.42:—[voice] Med., E.Tr. 129, cf. Gal.Anim.Pass.1.9 (prob. l.).2 stretch out, Ael.NA4.21.II [voice] Pass., mostly in [tense] pf. ἐξηρτῆσθαι: [tense] fut. [voice] Med. in pass. sense,ἐξαρτήσομαι X.Cyr.5.4.20
:—to be hung upon, hang upon, ;περὶ σὸν γένειον Id.IA 1226
: abs., Ar. Pax 470; to be attached to.., ; ἐ. τινί ib. 496a26.2 depend upon, be attached to,σοῦ γὰρ ἐξηρτήμεθα E.Supp. 735
, etc.;τῆς ἰσχύος X. Cyr.5.4.20
;ἑνός Plu.Galb.8
; , Lg. 732e, etc.;τῶν ἐλπίδων Isoc.8.7
.3 of countries, be adjacent to,πεδία τῶν λόφων ἐ. Plu.Ant.46
.4 abs., to be elevated,ἐξήρτηται τὸ χωρίον Th.6.96
; ἐξήρτηται ἡ χώρα πρὸς Νότον (Casaub. ἐξῆρται) Str.7.1.3.5 hang upon oneself,πήραν ἐξαρτήσασθαι Luc.Fug.15
(s.v.l.): esp. in [tense] pf. part. [voice] Pass., c. acc. rei, having a thing hung on one,ἐπιστολὰς.. ἐξηρτημένος ἐκ τῶν δακτύλων Aeschin.3.164
;παιδίον ἐξηρτημένη τοῦ τραχήλου Plu. Brut.31
: hence, equipped or furnished with,πώγωνας ἐξηρτημέναι Ar. Ec. 494
; .Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξαρτάω
См. также в других словарях:
Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
φυσική — Επιστήμη που μελετά τη δομή και τις ιδιότητες της ύλης σε όλες τις πολυποίκιλες συνθήκες και μορφές της, καθώς επίσης τους νόμους που ρυθμίζουν την κίνησή της και τις αμοιβαίες μετατροπές. Αν και η μελέτη της φύσης προκάλεσε το ενδιαφέρον των… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Επιστήμες — ΑΡΧΑΙΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ Η επιστήμη και η τεχνολογία καθορίζουν σήμερα, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη στιγμή στην ιστορία, την καθημερινή ζωή. Η ίδια όμως η έννοια της επιστήμης, όπως τη χρησιμοποιούμε στις μέρες μας, οφείλει την ύπαρξή… … Dictionary of Greek
νομιναλισμός ή ονοματοκρατία — Φιλοσοφική θεωρία, σύμφωνα με την οποία δεν υπάρχουν γενικές ή καθολικές ή αφηρημένες έννοιες (universalia). Το γεγονός ότι στη γλώσσα μας υπάρχουν γενικοί ορισμοί (δέντρο, θηλαστικό, άνθρωπος), δεν συνεπάγεται ότι πρέπει αναγκαστικά και η… … Dictionary of Greek
Ελλαδα - Μυθολογία — ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ Το μυθολογικό υλικό είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των αρχαίων κοινωνιών να ερμηνεύσουν τον κόσμο, τη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων. Οι ελληνικοί μύθοι αποτελούν μια κοινωνική, συλλογική προσπάθεια κατανόησης και… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Σύγχρονη) — Η ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ 19ου & ΤΟΥ 20ού αι. Εξετάζοντας την ελληνική εικαστική δημιουργία σήμερα, μπορούμε να καταλήξουμε στις εξής παραδοχές: α) παρουσιάζει έργα με μεγάλο… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… … Dictionary of Greek
Ντιντερό, Ντενί — (Denis Diderot, Λανγκρ 1713 – Παρίσι 1784)). Γάλλος φιλόσοφος, μυθιστοριογράφος και θεατρικός συγγραφέας. Γιος εύπορου μαχαιροποιού, είχε αρχίσει εκκλησιαστική σταδιοδρομία, αλλά σε ηλικία δεκαπέντε ετών την εγκατέλειψε και εγκαταστάθηκε στο… … Dictionary of Greek